durable$23334$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

durable$23334$ - translation to ελληνικό

ABILITY OF AN ITEM TO PERFORM ITS ROLE OVER A LONG PERIOD OF TIME UNDER POTENTIALLY CHALLENGING CONDITIONS
Durable
  • The [[Manx Electric Railway]] on the [[Isle of Man]] still operates with its original tramcars and trailers, all of which are over one hundred years old, the latest dating from 1906.

durable      
adj. διαρκής, στερεός, ανθεκτικός
soft goods         
GOODS WITH SHORT DURABILITY
Consumable; Unsaleable; Nondurable good; Non-durable good; Consumer Non Durables; Soft goods; Nondurable goods
υφάσματα

Ορισμός

durable goods
or durables
Durable goods or durables are goods such as televisions or cars which are expected to last a long time, and are bought infrequently. (mainly AM; in BRIT, usually use consumer durables
)
N-PLURAL

Βικιπαίδεια

Durability

Durability is the ability of a physical product to remain functional, without requiring excessive maintenance or repair, when faced with the challenges of normal operation over its design lifetime.: 5  There are several measures of durability in use, including years of life, hours of use, and number of operational cycles. In economics, goods with a long usable life are referred to as durable goods.